πιάτο

πιάτο
το
(λ. ιταλ.), σκεύος φαγητού, πινάκιο: Πιάτο ρηχό, βαθύ, της σούπας, του φρούτου κτλ.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πιάτο — Μαγειρικό σκεύος, στο οποίο τοποθετείται φαγητό. Η λέξη είναι ιταλικής προέλευσης. Τα περισσότερα π. κατασκευάζονται από μέταλλο, πλαστικό, πορσελάνη ή είναι προϊόντα κεραμικής. Εκτός των πρακτικών σκοπών των π. υπάρχουν και τα διακοσμητικά,… …   Dictionary of Greek

  • Ακτή Ελεφαντοστού — Κράτος της δυτικής Αφρικής.Συνορεύει στα Α με την Γκάνα, στα Β με την Μπουρκίνα Φάσο (ΒΑ) και το Μάλι (ΒΔ), στα Δ με τη Γουινέα (ΒΔ) και τη Λιβερία (ΝΔ), ενώ στα Ν βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Τα σύνορα της Δημοκρατίας της Α.Ε. δεν… …   Dictionary of Greek

  • κεραμική — Τέχνη παραγωγής χρηστικών και διακοσμητικών αντικειμένων από άργιλο και άλλες ουσίες. Τα αντικείμενα διαμορφώνονται από την εύπλαστη μάζα υγρού πηλού και υποβάλλονται σε αποξήρανση και ψήσιμο για να σκληρύνουν και να σταθεροποιηθούν. Η ποικιλία… …   Dictionary of Greek

  • καυκοπινάκιον — καυκοπινάκιον, το (Μ) βαθύ πιάτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < *καῡκος (I) «κύπελλο» + πινάκιον «πιάτο»] …   Dictionary of Greek

  • κλειδοπίνακο — το πλατύ και βαθύ ξύλινο πιάτο με επικάλυμμα, που χρησιμοποιείται συνήθως στα χωριά για μεταφορά φαγητού έξω από το σπίτι, αλλ. καστανιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλειδί + πινάκι(ο) «πιάτο». Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως] …   Dictionary of Greek

  • μίσσος — (I) μίσσος, ὁ (Μ) 1. πιάτο 2. φαγητό, έδεσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. λατ. missus «παράθεση εδεσμάτων (< mitto «βάζω τραπέζι»)]. (II) μίσσος, τὸ (Μ) 1. πιάτο 2. φαγητό, τροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού ουσ. μίσσος με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

  • ξυλοπινάκα — η βαθύ ξύλινο πιάτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλο + πινάκα «μεγάλο και βαθύ πιάτο»] …   Dictionary of Greek

  • σκουτέλ(λ)α — η, Ν μεγάλο και βαθύ πιάτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκουτέλ(λ)ι «πιάτο, μικρή γαβάθα» + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. μαχαίρι: μαχαίρα)] …   Dictionary of Greek

  • σκουτέλ(λ)ι — το / σκουτέλλιον, ΝΜΑ, και σκούτλιον και σκουτλίον, Α πιάτο, πινάκι, μικρή γαβάθα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο στην Αρχαία *σκουτέλλα (< λατ. scutella, υποκορ. του scutra «πιάτο, δίσκος») + υποκορ. κατάλ. ι(ον)] …   Dictionary of Greek

  • συσσίτιο — Έτσι ονομάζονταν τα κοινά δημόσια γεύματα στη Σπάρτη και στην Κρήτη, στα οποία παίρνανε μέρος μόνο άντρες. Στη Σπάρτη, όλοι οι Σπαρτιάτες που είχαν συμπληρώσει το εικοστό έτος της ηλικίας τους, ήταν υποχρεωμένοι να παρευρίσκονται στα δημόσια αυτά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”